- αμαγγάνιστος
- η , ο1) непрессованный; 2) неочищенный (о хлопке); 3) перен. необольщённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαγγάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος 2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο) 3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αμαγγάνευτος — η, ο [μαγγανεύω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μαγγανεία, μάγια 2. αυτός που δεν επιδέχεται μαγγανείες, ο αμάγευτος 3. ο αμαγγάνιστος* … Dictionary of Greek